-
1 ελαίω
ἔλαιονolive-oil: neut nom /voc /acc dualἔλαιονolive-oil: neut gen sg (doric aeolic)ἔλαιοςwild olive: masc nom /voc /acc dualἔλαιοςwild olive: masc gen sg (doric aeolic)ἐλαιόωoil: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ἐλαιόωoil: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐλαύνωdrive: fut ind act 1st sg (epic doric)——————ἔλαιονolive-oil: neut dat sgἔλαιοςwild olive: masc dat sg -
2 ἐλαίω
Βλ. λ. ελαίω -
3 ἐλαίῳ
Βλ. λ. ελαίω -
4 λίπα
A richly with oil, Il.10.577, 14.171, al.; χρῖσαι, χρίσασθαι λίπ' ἐλαίῳ, Od.3.466, 6.96, 10.364, Hes.Op. 522: once withoutἐλαίῳ, λοέσσατο καὶ λίπ' ἄλειψεν Od.6.227
; so later,τῷ ῥοδίνῳ ἀλείφεσθαι λίπα Hp.Mul.2.150
; ἐλαίῳ χρίων λίπα ib. 147: also without a dat., χρίεσθαι λίπα ib.1.35; λίπα ἀλείψασθαι, ἀλείψεσθαι, Th.1.6, 4.68, cf. Thphr.HP9.8.5, etc.II in Hp. sts. as Subst., neut. nom. or acc.,χρῖσμα λίπα ἔστω Mul.2.133
; μηδ' ἄλλο τι πῖον μηδὲ λίπα ἔχον ib. 145; soλίπα ἀσκεῖν D.C.53.27
. (Cf. λίπος.) -
5 χρίω
Aχρῖον Od.4.252
, alsoχρίεσκε A.R.4.871
: [tense] fut. : [tense] aor.ἔχρῑσα Od.10.364
, etc., [dialect] Ep.χρῖσα Il.16.680
, Od.4.49: [tense] pf. , al.:—[voice] Med., [tense] fut.χρίσομαι Od.6.220
: [tense] aor. part. χρῑσάμενος ib.96, Hes.Op. 523, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.χρισθήσομαι LXXEx.30.32
: [tense] aor. , Achae.10: [tense] pf.κέχρῑμαι Hdt.4.189
, 195, Magnes 3, etc., later : [tense] plpf. ἐκέχριστο f. l. in X.Cyr.7.1.2; [ per.] 3pl.ἐκέχριντο Callix.2
. [Even in [tense] pres. and [tense] impf. ι is long, Od.21.179 ([etym.] ἐπι-χρῑοντες), Il.23.186, S.Tr. 675, etc.; χρῐει only in late Poets, as AP6.275 (Noss.): in [tense] fut. and all other tenses [pron. full] ῑ without exception, whence the proper accent. is χρῖσαι, κεχρῖσθαι, χρῖσμα, etc.:—touch the surface of a body slightly, esp. of the human body, graze, hence,I rub, anoint with scented unguents or oil, as was done after bathing, freq. in Hom.,λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ Od.4.252
;ἔχρισεν λίπ' ἐλαίῳ 3.466
;λοέσσαι τε χρῖσαί τε 19.320
; of a dead body,χρῖεν ἐλαίῳ Il.23.186
; anoint a suppliant, Berl.Sitzb.1927.170 ([place name] Cyrene); πέπλον χ. rub or infect with poison, S.Tr. 675, cf. 689, 832 (lyr.): metaph.,ἱμέρῳ χρίσασ' οἰστόν E.Med. 634
(lyr.);οὐ μέλανι, ἀλλὰ θανάτῳ χ. τὸν κάλαμον Plu.2.841e
:—[voice] Med., anoint oneself, Od.6.96;κάλλεϊ ἀμβροσίῳ οἵῳ.. Κυθέρεια χρίεται 18.194
, cf. Hes.Op. 523;ἐλαίῳ Gal.6.417
;ἐκ φαρμάκου Luc. Asin.13
: c. acc. rei, ἰοὺς χρίεσθαι anoint (i. e. poison) one's arrows, Od.1.262:—[voice] Pass.,χρίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου Hdt.3.124
; βακκάριδι κεχριμένος Magnes l. c.;συκαμίνῳ τὰς γνάθους κεχριμέναι Eub.98.3
: metaph., .2 in LXX, anoint in token of consecration,χ. τινὰ εἰς βασιλέα 4 Ki.9.3
;εἰς ἄρχοντα 1 Ki.10.1
;εἰς προφήτην 3 Ki.19.16
; alsoχ. τινὰ τοῦ βασιλεύειν Jd.9.15
: c. dupl. acc.,χ. τινὰ ἔλαιον Ep.Heb.1.9
.II wash with colour, coat,αἰγέαι κεχριμέναι ἐρευθεδάνῳ Hdt.4.189
; πίσσῃ ib. 195, cf. Inscr.Délos 442A 188 (ii B. C.);ἀσφάλτῳ X.Cyr.7.5.22
([voice] Pass.);στοάν Supp.Epigr.4.268
(Panamara, ii A. D.):—[voice] Med., τὸ σῶμα μίλτῳ χρίονται smear their bodies, Hdt.4.191. -
6 ἔλαιον
A olive-oil, in Hom. mostly anointing-oil, used after the bath,λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ' ἐλαίῳ Il.10.577
, cf. 14.171, 18.350, etc.; before wrestling and other gymnastic exercises,πωλησεῦντι τὸ ἔ. εἰς τὸ γυμνάσιον IG12(1).3
([place name] Rhodes); ἔ. θεῖναι to provide oil at the baths, ib.4.597,606 ([place name] Argos): prov.,πῦρ ἐλαίῳ κοιμίσαι Lyr.Alex.Adesp.8
(a);ἐλαίῳ πῦρ κατας βεννύναι Luc.Tim.44
; εὐῶδες ἔ. Od.2.339; ῥοδόεν (rose-scented) Il.23.186;ἔ. ῥόδινον Hp. Mul.2.135
; ἔ. λευκον ib. 136;τοῦ λευκοτάτου πάντων ἐ. Σαμιακοῦ Antiph.331
.II any oily substance,ἔ. χήνειον Hp.Mul.2.194
; κίκινον, ἀμυγδάλινον ἔ., etc., Dsc.1.32,33, etc.;ῥαφάνινον ἔλαιον PAmh.2.93
(ii A.D.), etc.; ἔ. ἀπὸ σελαχῶν, like our 'cod-liver oil', Arist.HA 520a18; ἔ. ἀπὸ γάλακτος butter, Hecat.154 J.III at Athens, oil-market,ἀναμενῶ σε.. πρὸς τοὔλαιον Men.896
. -
7 ελαίωι
-
8 ἐλαίωι
-
9 ἀλείφω
A , ([etym.] ἐξ-) E.IA 1486, Pl.R. 386c: [tense] aor.ἤλειψα Hom.
, [dialect] Att., [dialect] Ep.ἄλειψα Od.12.177
: [tense] pf. ἀλήλῐφα ([etym.] ἀπ-) D.52.2):—[voice] Med., [tense] fut.- ψομαι Th.4.68
: [tense] aor. ἠλειψάμην [dialect] Att., [dialect] Ep.ἀλ- Il.14.171
:—[voice] Pass., [tense] fut. ἀλειφθήσομαι ([etym.] ἐξ-) D.25.73: [tense] aor. 1ἠλείφθην Hp.Morb.4.54
, Pl.Ly. 217c, etc.: [tense] aor. 2 ἐξ-ηλίφην v.l. in Pl.Phdr. 258b, ([etym.] ἀπ-) D.C.55.3: pfἀλήλιμμαι Th.4.68
, ([etym.] ἐξ-, ὑπ-) D.25.70, X.Oec.10.6 (- ει- is freq. found in [tense] pf. forms in codd.): (ἀ-, euph., λιπ-, cf. λίπος):— anoint the skin with oil, as was done after bathing, [voice] Act.referring to another, [voice] Med. to oneself,λοῦσαι κέλετ' ἀμφί τ' ἀλεῖψαι Il.24.582
; Hom. elsewh. always adds λίπα or λίπ' ἐλαίῳ (v. sub λίπα), πάντα λοέσσατο καὶ λίπ' ἄλειψεν Od.6.227
;λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ' ἐλαίῳ Il.10.577
, cf. 14.171, 18.350: later of anointing for gymnastic exercises, ; generally,λίπα ἀλείφεσθαι Id.4.68
;βακκάρι ῥῖνας Hippon.41
; of anointing the sick, Men.Georg.60, cf. Ep.Jac.5.14.2 supply oil for gymnasts, ἀλειφούσης τῆς πόλεως CIG (add.) 1957g (Maced.); ἀ. πανήγυριν, ἔθνη, Inscr.Magn.163, OGI533.47 ([place name] Ancyra); οἱ -όμενοι youths undergoing gymnastic training, ib. 339.72 ([place name] Sestos), etc.; οἱ ἀ. ἐν τῷ γυμνασίῳ ib.764.5 (Pergam.), al.; ἀλείφεσθαι παρά τινι to attend a gymnastic school, Arr.Epict.1.2.26.4 metaph., prepare as if for gymnastics, encourage, stimulate, instigate, Demad.17, Pl. ap. D.L.4.6;ἐπὶ τὴν πολιτικὴν ἀγωνίαν Phld.Rh.2.59
S.;τινὰ ἐπὶ τὸν Κλώδιον App.BC2.16
, cf. Plu.Them.3;τινὰ κατά τινος Ph.1.549
;τινὰ ἐπὶ φαρμακείαν App.Mac.11.7
:—[voice] Pass.,τοὺς -ομένους ἐπί τι Phld.Rh.2.158
S. -
10 λίπα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λίπα
-
11 ἐγκρίς
ἐγκρίς, ίδος, ἡ (etym. uncertain; Stesichorus [VII/VI B.C.] 2; Pherecrates [V B.C.] 83; LXX) pancake, fritter ἐ. ἐν ἐλαίῳ (cp. Athen. 14, 645e defines as πεμμάτιον ἑψόμενον ἐν ἐλαίῳ κ. μετὰ τοῦτο μελιτούμενον ‘a small cake cooked in olive oil and sweetened with honey’; Num 11:8; Ex 16:31; Philo, Det. Pot. Insid. 118) a pancake baked in oil of the food of John the Baptist (for ἀκρίδες) GEb 13, 79. -
12 ἔλαιον
-
13 σύν
1 prep. c. dat. (with second only of two nouns, P. 4.10, P. 8.99, N. 10.38, N. 10.53, N. 10.84, Πα. 6. 4: following noun c. adj., O. 2.18, P. 4.187, P. 8.7, P. 8.54; c. dependent gen., O. 13.58)a along with, accompanied byI of people, thingsἀντιθέοισιν νίσεται σὺν παισὶ Λήδας O. 3.35
κεῖνος σὺν βαρυγδούπῳ πατρὶ O. 6.81
σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν O. 7.13
ναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ O. 7.19
ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι O. 7.67
κωμάζοντι φίλοις Ἐφαρμόστῳ σὺν ἑταίροις O. 9.4
ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος O. 9.71
ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; O. 13.19Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ O. 13.41
τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες O. 13.58
κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ P. 3.78
κωμάζοντι σὺν Ἀρκεσίλᾳ P. 4.2
“ ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” P. 4.39σὺν κείνοισι P. 4.134
ἅλιξιν σὺν ἄλλοις P. 4.187
σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83
“ ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖ” P. 8.54Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99
—100.Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.2
ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ P. 11.3
Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.20
διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν N. 1.36
ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι N. 3.78
( Ἡρακλέης)σὺν ᾧ ποτε Τροίαν πόρθησε N. 4.25
Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53
“καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” N. 10.77 “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ Ἄρει” N. 10.84Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ N. 11.34
τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.8
σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι I. 4.72
σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον I. 5.21
ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38
ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον I. 6.28
πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα I. 6.31
πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον Πασιφάας λτ;σὺνγτ; υἱ[οῖ]σι (add. Housman metr. gr.: <ἓξ> Wil.: om. Π.)Πα.. 3. χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.4
κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.55
ὄφρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ ἦλθεν fr. 172. 4.II =ἔχων. ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμον ἀθρόοι N. 1.51
σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22
“μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.74
I esp. of godsσὺν θεοῖς O. 8.14
σὺν Κυπρογενεῖ O. 10.105
σὺν δὲ κείνῳ O. 13.87
σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5
σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνήρ τράποι P. 1.69
πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ P. 3.9
“ σὺν Δαναοῖς” P. 4.48κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ P. 4.250
ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36
φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54
σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.6
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
Χαρίτεσσί τε καὶσὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38
σὺν θεοῖς I. 1.6
σὺν θεῷ I. 4.5
II of things, by means of, throughσὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110
λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν O. 2.18
Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος O. 2.42
σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον O. 6.98
σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26
θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4
τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον P. 2.56
“ σὺν τιμᾷ θεῶν” P. 4.51σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι P. 4.203
σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα P. 4.221
ὔμμι Λατοίδας ἔπορεν Λιβύας πεδίον σὺν θεῶν τιμαῖς ὀφέλλειν P. 4.260
σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν ἐρειδομένα P. 4.267
σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115
τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.57
Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48
ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.21
ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου)βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
σὺν Χαρίτων τύχᾳ N. 4.7
Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48
σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ N. 7.14
νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.49
Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν N. 10.43
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.1
εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.12
τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35
κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.20
ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15
σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ ἐκτίσσατο I. 9.1
τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοιχθόνα πολύδωρον Pae. 2.59
νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. 1.cI of accompanying circumstances, along withἁμέραν ὁπότε ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν O. 2.33
θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει O. 2.36
Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93
ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.58
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ P. 1.24
καὶ σὺν εὐφώνοις θαλίαις ὀνυμαστάν P. 1.38
πόλιν κείναν θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ ἔκτισσε P. 1.61
“ οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ” P. 3.42νιν σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι P. 5.8
ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπάγαγες P. 8.66
εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (δικαίως Σ.) P. 9.96ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ P. 12.4
θρῆνον λειβόμενον δυσπενθέι σὺν καμάτῳ P. 12.10
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα N. 1.64
ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περᾶσαι σὺν codd.) N. 11.9ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67
Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ Pae. 5.47
μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Δ. 2. 13. Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ ἀοιδᾶν δεύτερον fr. 75. 7. ἀχεῖ τ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18.II with, at the time of “καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ Θήραιον P. 4.10
τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ P. 8.7
ὄφραΘέμιν ἱερὰν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ P. 11.10
τὸν κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ fr. 123. 1.III with, under the influence ofσὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.51
σὺν δ' ἀνάγκᾳ πὰν καλόν fr. 122. 9.d in of musical termsἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.45
e fragg.σὺν ἀπιομ[ήδ]ει φιλ[ Pae. 7.7
παρθένῳ σὺν πομ[ Πα. 7C. a. 4. σὺν παντ[ Πα. 13. a. 7. ]σὺν κτύπῳ[ Πα. 13. a. 15. πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ Πα. 13. a. 19. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112.2 adv.a at the same time εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν (tmesin vidit Boeckh) I. 6.12 -
14 φαρμακόω
1 compound σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν (sc. Μέδοισα) P. 4.221 -
15 γληνίς
Aἐλαίω κοτύλα γληνίς IG5(1).1447
(Messene, iii/ii B. C.). -
16 διατήκω
II [voice] Pass., with [tense] pf. -τέτηκα, melt away, thaw, X.An.4.5.6; waste away, Arist.Mete. 385a28, Agath.2.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατήκω
-
17 καταμαλάσσω
A soften,σώματα ἐλαίῳ Luc.Anach.24
: metaph., appease, Id.JTr.24, Ach.Tat.6.19;τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Hld.7.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμαλάσσω
-
18 καταντλέω
A pour water or liquid down one's throat, Alex.85; pour over, εἰς τὰ λοιπὰ μέρη τοῦ σώματος κατήντλουσαν ([ per.] 3pl. [tense] impf.) PSI 3.168 (ii A.D.): metaph., pour a flood of words over,ταῦτά τινος Ar. V. 483
;κ. λόγον κατὰ τῶν ὤτων Pl.R. 344d
; φιλοσοφίας γέλωτα κ. ib. 536b; τὰ ποιήματα ημῶν κ. Id.Ly. 204d:—[voice] Pass., metaph.,- ούμενος ταῖς τῶν βασάνων τρικυμίαις LXX 4 Ma.7.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταντλέω
-
19 καταρραίνω
A besprinkle,οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ Hp.Art.63
;βίβλους ζωμῷ D.S.34.1
: without dat., Ath.10.453a:—[voice] Pass. ([tense] pf. part. καταρερασμένος), Apollon. ap. Gal.12.504; of a spotted snake,κατέρρανται στιγμαῖς Philum.Ven.23.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρραίνω
-
20 καταφυσάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφυσάω
См. также в других словарях:
Ἐλαίῳ πῦρ σβεννύεις. — ἐλαίῳ πῦρ σβεννύεις. См. Огонь маслом заливать, лишь огня прибавлять … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ελαιώ — ἐλαιῶ ( όω) (Α) 1. λαδώνω, αλείφω με λάδι 2. μαζεύω ελιές 3. (στην αλχημεία) κάνω κάτι να πάρει ελαιώδη σύσταση … Dictionary of Greek
ἐλαίω — ἔλαιον olive oil neut nom/voc/acc dual ἔλαιον olive oil neut gen sg (doric aeolic) ἔλαιος wild olive masc nom/voc/acc dual ἔλαιος wild olive masc gen sg (doric aeolic) ἐλαιόω oil pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐλαιόω oil imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαίῳ — ἔλαιον olive oil neut dat sg ἔλαιος wild olive masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαίωι — ἐλαίῳ , ἔλαιον olive oil neut dat sg ἐλαίῳ , ἔλαιος wild olive masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
UNGUENTUM — pro vario usu multiplex est. Auctor est Athenaeus, priscos Graecos adeo eorum fuisse studioso, ut expioratum habuerint, ecquod Unguentum cuique membro esset accommodatum, Dipnosophist. l. 15. Ο῞τι δὶα σπουδῆς ἦν τοῖς παλαιοτέροις ἡ τῶν μύρων… … Hofmann J. Lexicon universale
λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… … Dictionary of Greek
χλαρόν — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «χλαρόν κόχλαξ» β) «χλαρόν ῥυπαρόν, λεπτόν, τρυχαλέον, ὠχρόν» γ) «χλαρόν ἐλαιηρὸς κώθων» δ) στον πληθ. «χλαρά ψαιστὰ ἐν ἐλαίῷ» 2. (κατά τον Πίνδ. ως επίρρ.) νεανικά, ακμαία ή, κατ άλλους, με χαρά, εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
огонь маслом заливать — лишь огня прибавлять — Маслом огонь не заливают. Ср. Поступок Василья подлил только масло в огонь. Тургенев. Часы. 16. Ср. Неужели вам не жаль ее! Посмотрите, что вы с ней делаете, сказал я. Но я только к огню подлил масла... Достоевский. Униженные и оскорбленные. 1,18 … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Огонь маслом заливать, лишь огня прибавлять — Огонь масломъ заливать, лишь огня прибавлять. Масломъ огонь не заливаютъ. Ср. Поступокъ Василья подлилъ только масло въ огонь. Тургеневъ. Часы. 16. Ср. Неужели вамъ не жаль ее! Посмотрите, что̀ вы съ ней дѣлаете, сказалъ я. Но я только къ огню… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ANTIRRHINUM vel ANTIRRHIZUM — ANTIRRHINUM, vel ANTIRRHIZUM herba olim multum ad Magicos usus adhibita. Ad famam enim et dignitatem comparandam aliquid facere, prodidêre nonnulli, apud Theophrastum Histor. Plantar. l. 9. c. 21. Εὔκλειαν γάρ φασιν ἀεὶ ποιεῖν τὸ ἀντίῤῥιζον… … Hofmann J. Lexicon universale